- καπηλεύομαι
- καπηλεύομαι, καπηλεύτηκα και καπηλεύθηκα βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καπηλεύομαι — καπηλεύτηκα, καπηλευμένος, σε χρήση μόνο το μέσο, που σημαίνει εκμεταλλεύομαι για ωφέλειά μου κάποιο ιδανικό: Καπηλεύεται τα θεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπορεύομαι — (AM ἐμπορεύομαι) 1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα τού εμπόρου («καί διά ταῡτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.) 2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ ἡμῶν… … Dictionary of Greek
ενεργολαβώ — ἐνεργολαβῶ, έω (Α) επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι, καπηλεύομαι κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + εργολαβώ] … Dictionary of Greek
καπηλεύω — (Α καπηλεύω) [κάπηλος] νεοελλ. (το μέσ.) καπηλεύομαι α) κάνω εμπόριο β) εκμεταλλεύομαι μια ιδέα ή ένα ιδεώδες για ιδιοτελή σκοπό («καπηλεύεται τα θεία») αρχ. 1. κάνω εμπόριο 2. πουλάω κάτι 3. επιζητώ να επωφεληθώ από κάτι («ὡς οἱ πολλοὶ… … Dictionary of Greek
συγκαπηλεύομαι — Α καπηλεύομαι μαζί με κάποιον άλλο («οὐδὲν ἠνέσχετο τοῑς καιροῑς συγκαπηλεύσασθαι», Φιλοστόργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καπηλεύω «εμπορεύομαι, διαφθείρω»] … Dictionary of Greek
εμπορεύομαι — εμπορεύτηκα 1. αμτβ., ασκώ το επάγγελμα του εμπόρου, είμαι έμπορος: Ο θείος μου εμπορεύεται στην Αθήνα. 2. μτβ., αγοράζω και πουλώ για να κερδίσω από την πώληση: Εμπορεύεται υφάσματα. 3. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό, με κακοήθη τρόπο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)